- πολυκαιρίζω
- διαρκώ πολύ χρόνο, παλιώνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυκαιρίζω — Ν [πολυκαιρία] 1. διαρκώ μεγάλο χρονικό διάστημα 2. συνεκδ. παλιώνω … Dictionary of Greek